Σύντομη Ιστορία των Μοσχονησίων και Κυδωνιών

English

Τα Μοσχονήσια βρίσκονται στον κόλπο του Αδραμυτίου, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Edremit Korfezi, και ανήκουν στο σύμπλεγμα της αρχαίας Εκατονήσου. Είναι σε απόσταση περίπου ενός μιλίου από την όχθη της Μικράς Ασίας, ακριβώς απέναντι από την πόλη των Κυδωνιών (Αϊβαλί), και τέσσερα με πέντε μίλια ανατολικά της Λέσβου. Πριν από το 1922, τα Μοσχονήσια και το Αιβαλί ήταν στην πλειοψηφία τους ελληνικές περιοχές. Στο μεγαλύτερο από τα νησιά, στο Μοσχονήσι, ζούσαν 10.000 Έλληνες, ενώ η πόλη του Αιβαλιού είχε περίπου 35.000 κατοίκους.1 Σήμερα, το Μοσχονήσι ονομάζεται Cunda ή Alibey Adasi 'νησί του Αλή' από το όνομα του διοικητή του τουρκικού στρατού που κατέλαβε το νησί το Σεπτέμβριο του 1922.

Πολιτισμικά, το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί έχουν σημαντική ελληνική παράδοση. Κατά τα αρχαία χρόνια, η περιοχή γύρω από το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί αποτελούσε τον πυρήνα της αρχαίας Αιολίας η οποία περιελάμβανε το νησί της Λέσβου, την απέναντι Μικρασιατική ακτή μεταξύ της Τροίας και της Σμύρνης, καθώς και μέρος της ενδοχώρας. Η περιοχή αποικήθηκε για πρώτη φορά μεταξύ του 1100 και του 1000 π.χ. Αναπτύχθηκε γρήγορα και πόλεις όπως η Πέργαμος, νοτιοανατολικά του Αϊβαλιού, με τη γνωστή δυναστεία των Ατταλιδών, εξελίχθηκαν σε σημαντικά πολιτισμικά κέντρα κατά τους κλασσικούς, ελληνιστικούς, και ρωμαϊκούς χρόνους. Πιο συγκεκριμένα, η Νάσος και η Ποροσελήνη στο Μοσχονήσι ήταν ιδιαίτερα γνωστές πόλεις από την κλασσική περίοδο έως και την πρώιμη βυζαντινή. Είχαν οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τις απέναντι πόλεις των νήσων του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπως, για παράδειγμα, με τη Μυτιλήνη. Στα χρόνια του Βυζαντίου, στο Μοσχονήσι και στο Αϊβαλί ιδρύθηκαν επισκοπές που συνέχισαν να υφίστανται και κατά την πρώτη περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1650, μετά από μια σύντομη οθωμανική καταδίωξη των χριστιανών της περιοχής, τερματίσθηκε ο θεσμός της επισκοπής, και οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή.

Όταν οι Έλληνες επέστρεψαν στην περιοχή, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, επανίδρυσαν την πόλη του Μοσχονησιού, στο μεγαλύτερο από τα νησιά της Εκατονήσου. Σύμφωνα με την παράδοση, το όνομα Μοσχονήσι προέρχεται από το Μόσχο, έναν πειρατή που αποφάσισε να εγκαταστήσει το αρχηγείο του στο συγκεκριμένο νησί. Κατά μία άλλη πιο λογική εξήγηση, το όνομα Μοσχονήσι προέρχεται από την πληθώρα μυρωδικών φυτών που φυτρώνουν στο έφορο έδαφός του, και μέχρι τώρα δίνουν στην ατμόσφαιρα του νησιού ένα ευχάριστο άρωμα.

Το Αϊβαλί κτίσθηκε γύρω στα 1600, αλλά παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το 1770, όταν δέχθηκε ορισμένα προνόμια και οικονομικές απαλλαγές από την Υψηλή Πύλη. Για παράδειγμα, μετά από το 1770, το κέντρο της πόλης έγινε αποκλειστικά ελληνικό, οι κάτοικοι απαλλάχθηκαν από τον βαρύ οθωμανικό φόρο, και ο διοικητής της πόλης ορίσθηκε να εκλέγεται από τους κατοίκους. Η πόλη αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς μετανάστες που θέλησαν να ξεφύγουν από τους φόρους. Αρκετές φορές υπήρξε κρησφύγετο σε παραβάτες του οθωμανικού νόμου οι οποίοι μπορούσαν να κινηθούν σχετικά ελεύθερα και να επεκτείνουν τις απαγορευμένες από το οθωμανικό κράτος επιχειρήσεις τους, όπως το εμπόριο καπνών.

Το 1763, οι ενορίες της Σμύρνης και του Μοσχονησιού ενώθηκαν, αλλά το Αϊβαλί παρέμεινε ενωμένο με την Έφεσσο, κάτι που έγινε αφορμή για κάποιες προστριβές μεταξύ των κατοίκων των δύο πόλεων. Από το 1763 έως το 1919, αν και θρησκευτικά είχαν διαφορετικές ενορίες, το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί ήταν υπό την επιτήρηση του Τούρκου διοικητή των νήσων Αιγαίου.
Τον Ιούνιο του 1821, το Μοσχονήσι εξεγέρθηκε εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποφασίζοντας να μετάσχει στην ελληνική επανάσταση. Η εξέγερση κατεστάλη, η πόλη καταστράφηκε και οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Μετά από δέκα χρόνια, το ελεύθερο πια ελληνικό κράτος, και σε συμφωνία με το οθωμανικό, έστειλε τους Μοσχονησιώτες πίσω στην πατρίδα τους. Στο Αϊβαλί, το Μάϊο του 1821, κάποιες ενέργειες δολιοφθοράς από την πλευρά των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, οδήγησαν επίσης σε καταστροφή. Η πόλη κάηκε και οι κάτοικοι έτρεξαν για σωτηρία πρώτα στο Μοσχονήσι και από εκεί στα νησιά του Αιγαίου.

Κατά την διάρκεια του υπολοίπου του 19ου αιώνα, το Αιβαλί και το Μοσχονήσι ανέκτησαν πολιτισμικό μεγαλείο, οικονομική άνεση και αυτάρκεια. Για παράδειγμα, το 1880, το Μοσχονήσι από δήμος έγινε νομαρχεία. Αλλά αυτή η κατάσταση δεν κράτησε ούτε έναν αιώνα. Το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στα Βαλκάνια επέφερε νέες συμφορές. Το οθωμανικό κράτος είχε αποφασίσει να ενταχθεί με το μέρος των Γερμανών εναντίον των Συμμάχων, μια απόφαση που τελικά το έφερε σε πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το Νοέμβριο του 1915, ως αποτέλεσμα των οθωμανικών μέτρων εθνικής ασφαλείας, ολόκληρος ο πληθυσμός του Μοσχονησιού εκτοπίσθηκε στο Αϊβαλί και στις γειτονικές περιοχές. Αργότερα, το 1917, πολλοί Έλληνες, Αϊβαλιώτες και Μοσχονησιώτες, εκτοπίσθηκαν στα ενδότερα της Τουρκίας όπου και παρέμειναν μέχρι το 1919.

Από το 1919 μέχρι το 1922, το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί πέρασαν κάτω από την ελληνική σημαία, αν και η Τουρκία κράτησε τον κυβερνητικό και ονοματικό έλεγχο των περιοχών αυτών. Ο ελληνικός στρατός είχε ανακτήσει τις συγκεκριμένες περιοχές εκ μέρους των συμμαχικών στρατευμάτων, μετά από απόφαση των Συμμάχων κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης του Παρισιού. Καθώς η μελλοντική διάσπαση του οθωμανικού κράτους ήταν ένα από τα κύρια σημεία της συνδιάσκεψης, ο ελληνικός στρατός έπρεπε να παραμείνει στην περιοχή του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού μέχρι την υπογραφή της επίσημης συμφωνίας μεταξύ Συμμάχων και Τουρκίας. Αρχικά, η απόφαση για την κατάληψη της Μικράς Ασίας, που περιελάμβανε και την περιοχή της Σμύρνης, φάνηκε να εκπληρώνει τα όνειρα πολλών Ελλήνων και είχε μια σχετική διεθνή υποστήριξη. Παρ'όλα αυτά, τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης είχαν καταστροφικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της περιοχής.

Στη συμφωνία των Σεβρών, ο Έλληνας πρωθυπουργός Βενιζέλος φάνηκε να διασφαλίζει τους ελληνικούς στόχους στη Μικρά Ασία, κυρίως στο Αϊβαλί, στο Μοσχονήσι, και στη Σμύρνη. Η συμφωνία όμως όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκε από το δημοφιλές κίνημα των Νεότουρκων του Mustapha Kemal, που ενεργούσε ως δεύτερη κυβέρνηση από την Αγκυρα, αλλά δεν ακολουθήθηκε ούτε από ορισμένες μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι η Ιταλία και η Γαλλία. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η νέα ελληνική κυβέρνηση (χωρίς το Βενιζέλο) και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα έγιναν αιτία να χαθεί κάθε πιθανή διεθνής υποστήριξη για τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, η καινούργια διοίκηση του ελληνικού στρατού έλαβε εντολές να ξεκινήσει και να προωθήσει μια εκτεταμένη και ανώφελη εκστρατεία στα ενδότερα της Ανατολίας. Τον Αύγουστο του 1922, μετά από αλλεπάλληλες, δίχως ελπίδα, προσπάθειες για ολοκληρωτική νίκη έναντι των τουρκικών εθνικιστικών στρατευμάτων, ο ελληνικός στρατός εξαντλημένος κυρίως από τα δικά του τακτικά λάθη, ηττήθηκε και άρχισε την οπισθοχώρηση.

Οι κάτοικοι του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού υπέφεραν τις τραγικές συνέπειες των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων της εποχής. Όπως τα ελληνικά στρατεύματα οπισθοχωρούσαν, οι Τουρκικές εθνικιστικές εθνοφυλακές ακολουθούσαν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον στοιχείων που είχαν αναμειχθεί σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίων του οθωμανικού κράτους, κυρίως κατά τη διάρκεια του ελληνικού ελέγχου της περιοχής, μεταξύ του 1919 και του 1922. Πολλοί αθώοι πολίτες εκτελέσθηκαν και φυλακίσθηκαν, κάτω από άθλιες συνθήκες, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 1922. Τόσο ο ελληνικός στρατός, όσο και τα τουρκικά στρατεύματα που ακολούθησαν, άφησαν μόνιμες πληγές στον πληθυσμό του Μοσχονησιού και του Αϊβαλιού. Τα ελληνικά στρατεύματα οπισθοχώρησαν με άτακτο τρόπο, χωρίς σεβασμό για την τιμή και την περιουσία του μουσουλμανικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα, αυτή η συμπεριφορά να έχει αντίκτυπο στους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού έπρεπε να εγκαταλείψουν τη γη και τα σπίτια τους ούτως ώστε να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα. Το ελληνικό κράτος και ο στρατός, είτε γιατί δεν είχαν χρόνο, είτε γιατί δεν ήταν προετοιμασμένοι για μια τέτοια επιχείρηση, δεν οργάνωσαν την εκκένωση του ελληνικού στοιχείου από την περιοχή. Από την άλλη πλευρά, το τουρκικό κράτος έδειξε αδιαφορία και βαρβαρότητα. Κατά τα τέλη Αυγούστου και αρχές Σεπτεμβρίου του 1922, πολλοί Μικρασιάτες έχασαν οικογένειες, περιουσίες, και μια πατρίδα. Στο Μοσχονήσι και στο Αϊβαλί ο ξεριζωμός άφησε 6.000 νεκρούς στην πρώτη περίπτωση, και εκατοντάδες νεκρούς στην άλλη, όλους σε μια μέρα, στις 15 Σεπτεμβρίου.

Ο ελληνικός πολιτισμός της Μικράς Ασίας καταστράφηκε επ'αόριστον αυτές τις μέρες του Σεπτέμβρη και η επίπονη πορεία προς τον εκπατρισμό έληξε με την επίσημη ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Από τότε, η πολιτιστική παράδοση του ελληνισμού της Μικράς Ασίας διατηρήθηκε στην καρδιά και στο μυαλό των επιζώντων προσφύγων που ζουν ακόμη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Είναι εθνικό καθήκον να καταγράψουμε και να διασώσουμε τη γλώσσα, τις αναμνήσεις και τα βιώματά τους που αποτελούν σημαντικό κομμάτι της εθνικής κληρονομιάς του Ελληνισμού.





______________________________
1. Σύμφωνα με τη τελευταία απογραφή του 1915. Μετά από το 1915, λόγω της εκτόπισης των κατοίκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας από τον Τουρκικό στρατό δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό του πληθυσμού.