English

Κοινωνική ζωή και πολιτισμική ανάπτυξη Αϊβαλιού και Μοσχονησίων

Τα Μοσχονήσια και η απέναντι μικρασιατική ακτή με κέντρο την πόλη Αϊβαλί (ή Κυδωνίες) αποτελούν έναν ενιαίο γεωγραφικό χώρο με κοινούς οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς δεσμούς. Οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης του 1821 και η συγκρότηση λίγο αργότερα ελληνικού κράτους, επηρέασαν την εξέλιξη και καθόρισαν την τύχη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας σ' αυτή την κρίσιμη περίοδο. Έτσι, άλλοτε δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ανάπτυξη κι άλλοτε οδηγήθηκαν σε καταστροφή και παρακμή.

Παρ' όλο που το Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια ανήκουν στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας και η πορεία τους συνδέθηκε με άλλες σημαντικές ελληνικές πόλεις, όπως η Πέργαμος και η Σμύρνη, η περίπτωσή τους στάθηκε αρκετά ιδιόμορφη. Από τα τέλη του 16 ου αιώνα υπολογίζεται ότι κατοικήθηκαν από Έλληνες μετανάστες από τη Λέσβο, τη Χίο, τη Λήμνο, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και άλλες περιοχές, οι οποίοι χάρη στην αυτονομία και στα προνόμια που παραχωρήθηκαν από την Πύλη, δημιούργησαν εκεί έναν αξιόλογο πολιτισμό, διατηρώντας τα ελληνικά ήθη, τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους.

Είναι γνωστό ότι στο Αϊβαλί και στα Μοσχονήσια δεν υπήρχαν Τούρκοι, εκτός από λιγοστούς διοικητικούς υπαλλήλους. Ο Γάλλος Μ. D. Raffeneil που επισκέφτηκε τις Κυδωνίες πριν την καταστροφή του 1821, την παρομοίασε με «μικρή δημοκρατία», αφού διοικούνταν από τη δημογεροντία του τόπου, με δική της νομοθεσία υπό την προστασία της Πύλης *. Οι ιδιόμορφες αυτές συνθήκες έκαναν το Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια πόλο έλξης για πολλούς Έλληνες άλλων περιοχών που καταπιέζονταν από τους Οθωμανούς και καταφύγιο των περιβόητων κοντραμπατζήδων, γεγονός που ενοχλούσε όπως ήταν φυσικό την οθωμανική κυβέρνηση και στάθηκε πολλές φορές αιτία διώξεων και πηγή ταλαιπωρίας και δυστυχίας για τους κατοίκους.

Η πόλη του Αϊβαλιού ήταν χωρισμένη σε τρεις συνοικίες, την Υψηλή (ή Άνω συνοικία), τη Μεσαία και την Κάτω, διαχωρισμός που δηλώνει την κοινωνική στρωμάτωση της πόλης, τις διαφορετικές επαγγελματικές ενασχολήσεις και τις πολιτικές πεποιθήσεις των κατοίκων. Στην Άνω συνοικία έμεναν οι αριστοκράτες, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες και οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι ως επί το πλείστον ήταν συντηρητικοί. Οι κάτοικοι της Κάτω συνοικίας ήταν στην πλειοψηφία τους απλοί άνθρωποι του λαού, εργάτες, γεωργοί και ψαράδες, φτωχοί βιοπαλαιστές με δημοκρατικές πολιτικές πεποιθήσεις. Στη μέση συνοικία έμεναν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, οι αστοί, που αποτελούνταν από εμπόρους, καραβοκύρηδες, κτηματίες και βιοτέχνες. Αυτοί μοιράζονταν χαρακτηριστικά των δύο προηγούμενων ομάδων και προσπαθούσαν να μιμηθούν τα ήθη και τη συμπεριφορά της ανώτερης τάξης. Ο διαχωρισμός τάξεων και πολιτικών κομμάτων δεν ήταν τόσο σαφής στα Μοσχονήσια. Παρ'όλα αυτά, είναι γεγονός ότι γύρω από το μητροπολιτικό ναό του Ταξιάρχη ζούσαν οι πιο εύποροι ενώ προς την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο κέντρο της πόλης, έμενε η μεσαία τάξη. Οι αγρότες και πιο φτωχοί ζούσαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην ανατολική άκρη της πόλης

Η οικονομία του Αϊβαλιού και των Μοσχονησίων στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην καλλιέργεια της ελιάς. Υπήρχε μεγάλος αριθμός ελαιοτριβείων, σαπωνοποιείων, βυρσοδεψίων. Η παραγωγή κάλυπτε τις τοπικές ανάγκες και παράλληλα τροφοδοτούσε με προϊόντα ελληνικές και ξένες αγορές. Δημιουργήθηκαν οικογενειακές επιχειρήσεις και εταιρείες σε συνεργασία με Λέσβιους κεφαλαιούχους, οι οποίες απέφεραν σημαντικά κέρδη κι εξασφάλιζαν τους απαραίτητους πόρους για την κοινωνική, πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα δύο νοσοκομεία του Αϊβαλιού και τα αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα Αϊβαλιού και Μοσχονησίων χρηματοδοτούνταν κυρίως από ιδιώτες.

Κατά την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης της περιοχής, πριν την καταστροφή του 1821, αλλά και αργότερα που οι κάτοικοι επέστρεψαν στον τόπο τους, διαρκής ήταν η προσπάθειά τους για την ανάπτυξη των γραμμάτων και της τέχνης. Έχοντας δεχτεί τις γόνιμες επιδράσεις του Διαφωτισμού, έθεσαν ως στόχο τους την οργάνωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση της Ακαδημίας του Αϊβαλιού, που ιδρύθηκε το 1800 και αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες σχολές του ελληνισμού εκείνης της εποχής. Σ' αυτήν εργάστηκαν σημαντικοί δάσκαλοι, όπως ο Γρηγόριος Σαράφης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καϊρης. Θα μπορούσε ακόμα να αναφερθεί η δημιουργία μιας σημαντικής βιβλιοθήκης με όλες τις εκδόσεις των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων του γαλλικού εκδοτικού οίκου Didot και με σπάνια χειρόγραφα. Ακόμα, η λειτουργία του τυπογραφείου του Τόμπρα, η έκδοση του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Αιολικός Αστήρ» και της εφημερίδας «Κήρυξ». Σημαντικός ήταν και ο ρόλος των συλλόγων στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου.

Διάσημοι Αϊβαλιώτες και Μοσχονησιώτες του 20 ου αιώνα οι οποίοι διέπρεψαν στα γράμματα και στις τέχνες της Ελλάδας ήταν οι εξής:

Αϊβαλί:
Φώτης Κόντογλου (ζωγράφος και συγγραφέας)
Ηλίας Βενέζης (συγγραφέας)
Πάνος Βαλσαμάκης (κεραμιστής και συγγραφέας)
Γεώργιος Σακκάρης (φιλόλογος)

Μοσχονήσια:
Ευστράτιος Δράκος (συγγραφέας)
Στρατής Δούκας (συγγραφέας)
Σίτσα Καραϊσκάκη (συγγραφέας)

Από τα Μοσχονήσια λέγεται επίσης ότι καταγόταν και ο γνωστός Λέσβιος ζωγράφος Θεόφιλος.

Όσον αφορά τα ήθη και τα έθιμα του Αϊβαλιού και των Μοσχονησίων οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τα περισσότερα ήταν όμοια με αυτά της Λέσβου. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα «κoυμούσια» των Χριστουγέννων, το έθιμο δηλαδή να στρώνουν τραπέζια γεμάτα εδέσματα μπροστά στις πόρτες των σπιτιών για τους περαστικούς, τα «παιχνίδια», δηλαδή τους όμιλους των μασκαρεμένων που εξορμούσαν στους δρόμους τις Απόκριες, τον πετροπόλεμο που γινόταν κάθε Κυριακή απόγεμα, τη θεαματική πάλη των ντεβέδων (αρσενικών καμήλων) στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου, την περιφορά του «φαναριού της Παναγιάς» στο Μοσχονήσι στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, τη θυσία πετεινού στον Άγιο Γιάννη 'την Κούλα' από ασθενείς Μοσχονήσιους με την ελπίδα να θεραπευτούν. Είναι ευδιάκριτο ότι τα περισσότερα έθιμα συνδέονταν στενά με τη θρησκευτική λατρεία, που έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή τους.

Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν σε συνδυασμό με τη διασύνδεση των κατοίκων με την τοπική κοινωνία της Λέσβου σε επίπεδο οικονομικό και πολιτισμικό, τις σχέσεις τους με τους Τούρκους αλλά και με το ελληνικό κράτος, τις πολιτικές τους επιλογές, τη στενή τους σχέση με την εκκλησία και τη θρησκεία, αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της πόλης του Αϊβαλιού και των Μοσχονησίων, καθώς και την ιδεολογία αυτού του χώρου. Η ανασύνθεση του τρόπου ζωής και του πολιτισμού τους είναι ασφαλώς αρκετά δύσκολη, γιατί ελάχιστες είναι οι γραπτές πηγές που σώθηκαν από την καταστροφή του 1922, οι οποίες όπως είναι φυσικό αποδίδουν πιο γνήσια την πραγματικότητα. Όσο για τις μετέπειτα πηγές, γραπτές και προφορικές, πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφυλακτικότητα, αφού είναι έντονα φορτισμένες από τις πικρές αναμνήσεις του ξεριζωμού από την πατρίδα και την οδυνηρή εμπειρία της προσφυγιάς, και η μνήμη σ' αυτή την περίπτωση συχνά λειτουργεί επιλεκτικά εξιδανικεύοντας κάποια στοιχεία του παρελθόντος και αποσιωπώντας κάποια άλλα.

* «Αι Κυδωνίαι προ του 1821 κατά τον Κυρίον Μ. Δ. Ραφφενέλον» μετάφρασις εκ του γαλλικού υπό Χαρίκλειας Σταυράκη, τύποις Δαμιανού, εν Σμύρνη 1861, σ. 11.